Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Πλαστικοποιημένο ηλιοστάσιο

Το κολύμπι στα ρηχά του χρόνου, δεν ξαλαφρώνει το σώμα από την ζέστη του καταπιεστικού καλοκαιριού. Ο σημερινός άνθρωπος αρέσκεται στην ανάλωσή του σε πράγματα τόσο ρηχά, που του εξασφαλίζουν ότι έχει ένα κάποιο δικαίωμα. Απλά ένα απροσδιόριστο κάποιο τυχαίο δικαίωμα. Τελικά αποδεικνύεται πως το δικαίωμα αυτό δεν είναι τόσο ασαφές. Πρόκειται για το πλεονέκτημα της υποταγής στις αισθήσεις, που βασανίζονται από τις δυστροπίες του καιρού. Ένα δικαίωμα που τον επικουρεί στο να διαιωνίζει μια κατάσταση σταθερής πορείας, προς τον απόλυτο θάνατο. Ίσως με αυτό τον τρόπο, δίνει μια ελπίδα στον ψυχαναγκαστικό εαυτό του, ο οποίος τον επιβραβεύει για την εγκράτεια που δείχνει στην αναζήτηση της αλήθειας, φτάνοντας στα όρια της αδιαφορίας για αυτήν. Αν κολυμπήσει στα ρηχά, γελιέται σα να σκέφτεται ότι τον περιμένει το βάθος της άπλας, στην διάσταση με διαφορετικό το πρόσημο του χρόνου.
                Καίμε τον χρόνο μας ζυμώνοντας το κρέας και τον εγκέφαλό μας να χωρέσει σε φορέματα « prêt-à-porter», μόνο και μόνο επειδή με αυθαίρετο τρόπο θεωρήσαμε ότι ο χρόνος, με όποιο πρόσημο μπροστά του, δίνει σε αυτό που τώρα μπορούμε να αντιληφούμε ως εαυτό μας, τις ίδιες πιθανότητες ύπαρξης.
                Φτάνουμε έτσι, με την μαγική πίστη στην παντοδυναμία μας, που νιώθει να ξεγελά το χρόνο με στιγμές μιας χρήσης, αθροισμένες σε σωρό βρωμερών απορριμάτων κατανάλωσης, να εξαερώνουμε το χώρο που μας περιβάλλει. Οι ατμοί της ρηχότητάς μας, ακριβώς με την δική μας θέληση, να αλλάξουμε σύσταση περιβάλλοντος, σαν να αλλάζουμε και την ενδότερη προσωπική μας ουσία κατ’ αυτόν τον τρόπο, γίνονται ο χειρότερος δυνάστης μας. Φτιάχνονται γκρίζα σύννεφα πιο χαμηλά στεκόμενα από το μέσο δέντρο, μαγνητικά ενωμένα με την φιγούρα μας, να απειλούν για την εντός ολίγων – ωστόσο άγνωστων ακόμη – λεπτών, συμπίεσή μας, στον πιο ανώριμο παλιό εαυτό μας.
                Η σκέψη έχει καιρό που γλίστρησε από την τρύπια τσέπη των στολών υπακοής μας, και το συναίσθημα οξειδώθηκε σε θεοποιήσεις της άσκοπης και αβαθούς χαράς και των παιδικών πεισμάτων, για  χατίρια που οι ίδιοι ξεχάσαμε πότε καν τα ζητήσαμε.

                Μας κοιτώ από τα μάτια μου, και συλλογίζομαι χωρίς καμία απολύτως απάντηση στο οπτικό μου πεδίο, από πού ήρθαμε; Είμαστε κάποιοι ή μας πλαστικοποίησε το τοξικό μας περιβάλλον; Μέχρι σε ποιο σημείο πίεσης θα φτάσει ο δυνάστης, μήπως και στάξει κάτι πιο απτό στα μάγουλά μας; Είμαι σχεδόν βέβαιη πως όσο σε συμπιέζουν προς τα κάτω, με αντιστρόφως ανάλογο τρόπο και ταχύτητα κονταίνουν τις ρίζες σου στο γήινο χώμα που πατάς. Πατώ κι εγώ. Δεν εξαιρούμαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου