Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Το υπαρξιακό και μηδενιστικό κράμα της προσωπικότητας






     Μερικές φορές αναλογίζομαι αν θα ήταν ευκολότερα για όλους μας τα πράγματα να ήταν απλούστερα. Δεν έχω καταλήξει. Αλλά και να καταλήξω, τι νόημα έχει; Τα πάντα είναι σχετικά. Και για μένα, που η σχετικότητα αυτή μού είναι αβάσταχτη, το μηδέν μοιάζει με «θεότητα». Κάποτε ένας αγαπητός μου φίλος είχε πει πως αν πάρεις του «ιδεοψυχαναγκαστικού» το νόημά του, τότε μπορεί και να αυτοκτονήσει.
     Όμως, μήπως όλοι μας δε δίνουμε άλλο χρώμα (πιο φιλικό) στο θάνατο, όταν χαθεί το νόημα; Και δεν μιλώ για το νόημα το απόλυτο. Αυτό το γνωρίζω πλέον (με τους όπως – όπως σχετικούς της γνώσης εγκεφαλικούς μηχανισμούς μου) πως δεν υπάρχει. Μιλάω για το προσωπικό νόημα που ραντίζουμε κάθε μας σκέψη, κάθε μας στιγμή, κάθε πραγματικότητά μας, μέχρι εκείνη την στιγμή που θα συμβεί αυτή η σύναψη. Τι, δηλαδή, καλέ μου φίλε, η κυρίαρχη ιδεοψυχαναγκαστική δομή έχει τον τρόπο να κάνει τι; Να αποφεύγει, να κρύβει, να ξεχνά αυτό που καταλήξαμε άπαντες κάποια στιγμή να αντιμετωπίσουμε; Και τι είναι, τέλοσπάντων αυτή η «ιδεοψυχαναγκαστική» δομή; Ακόμη και αν μου δώσεις απάντηση από τους προσφιλείς σου ψυχαναλυτικούς κύκλους, εγώ θα την ακούσω με τόση προσοχή και θα την ευχαριστηθώ.
     Είναι τόσο ρομαντικό να πιστεύω ότι ο «ιδεοψυχαναγκαστικός» δεν έχει θέμα με το νόημα της ζωής του. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, διαλέγω να μην το ασπαστώ. Το ρομαντικό είναι η εκούσια, και μερικές φορές και κοινή συναινέση, διαστρέβλωση της πραγματικότητας προς χάρην της βιολογικής εξέλιξης του είδους. Βέβαια, αναγνωρίζω για μια ακόμη φορά πως πραγματικότητα βέβαιη δεν υφίσταται παρά μονάχα σχετική, όμως μιλάω για διαστρέβλωσή της, με σταθερή διαφορά κάθε φορά από το σημείο αναφοράς του εκάστοτε πραγματικού μας. Εκτός αν ο «ιδεοψυχαναγκαστικός» απλώς δεν υπάρχει. Όμως υπάρχουν οι υπόλοιπες κυρίαρχες δομές; Και αν πάλι, μιλάμε για κυρίαρχη «ιδεοψυχαναγκαστική» δομή, αυτό συνεπάγεται ότι η εν λόγω δομή κρατεί την εξουσία επάνω στο συνδυασμό των όποιων λοιπών δομών κινούν τα νήματα (σε δεύτερους το πολύ ρόλους) του ατόμου, γεγονός το οποίο οι κύκλοι των ψυχοδυναμικών κατά κάποιον τρόπο υπονοούν ότι δεν σχετίζεται με προβήματισμούς για το νόημα. Δεν βιώνεται υπαρξιακή κρίση.
     Όμως, μιας και μού αρέσει να αναφέρομαι στην στεγνή εκδοχή του υποθετικού κόσμου στον οποίο υποθετικά υπάρχω με την σειρά μου, προτιμώ να βλέπω συνοθύλευμα δομών, με κυρίαρχα κάποια στοιχεία βέβαια. Έτσι, βιώνω ξεκάθαρη σύγκρουση όταν σκέφτομαι πως η κυρίαρχη δομή δεν έχει κανένα πρόβλημα με το νόημα, ωστόσο υποτάσσει λοιπών δομών δευτερεύοντα χαρακτηριστικά, τα οποία, ως μη «ιδεοψυχαναγκαστικά» δεν είναι ελεύθερα υπαρξιακών προβληματισμών. Όσο φιλοσοφικά γοητευτικός φαντάζει ο «ολοκληρωμένος» σχιζοειδικός χαρακτήρας, άλλο τόσο πραγματικά γοητευτικός φαντάζει για αυτόν που ψάχνει να βρει τον σκοπό του στην καθημερινή ζωή, ο «ολοκληρωμένος» ιδεοψυχαναγκαστικός.
     Ο τελευταίος γνωρίζει το σωστό. Πρόκειται για το σωστό με απόλυτους όρους, οι οποίοι όμως είναι απόλυτοι ως προς αυτόν. Ωστόσο, όμως, κάθε κυρίαρχα ιδεοψυχαναγκαστικός χαρακτήρας έχει κάπως χαλαρώσει το σωστό για τους άλλους, οι οποίοι είναι ξεκάθαρα κάτι πολύ διαφορετικό από το άτομό μου. Για τον «ιδεοψυχαναγκαστικό», οι άλλοι, δεν είναι συνέχειες του εαυτού του. Εξάλλου, αυτό φαίνεται και στο γεγονός της επιτυχίας του και της ικανότητάς του για βίωση ευτυχίας σε έναν κόσμο, που αποδεικνύεται με το παραμικρό εξαιρετικά δύσκολος και δυσνόητος. Έτσι το σωστό του, αν και απόλυτο προς τον εαυτό του, είναι σχετικό προς τους άλλους. Οπότε, φαίνεται πως αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σχετικό με τους άλλους. Αναγνωρίζει εν τέλει την σχετικότητα και της δικής του ύπαρξης.
     Μόνο που έχει πετύχει βιολογικά ένα μεγαλύτερο άλμα. Πέρασε στον ψυχολογικό «φαινότυπό» του την ενοχή. Την τόσο ολοκληρωτική για το άτομό του ενοχή, η οποία δεν τον αφήνει να μην νιώθει. Του απορροφά την προσοχή του από την σχετικότητά του. Όμως, την γνωρίζει. Για αυτόν τον λόγο αγαπά, και δίνει, και χτίζει σταθερές σχέσεις με τα αντικείμενά του (κατά τις θεωρίες των αντικειμενοτρόπων σχέσεων).
     Διαβάζοντας πρόσφατα «Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, είδα μόνο τον άνθρωπο που κανείς μας δεν έχει γνωρίσει (πάντα μιλώντας με την προϋπόθεση της σχετικότητας) να μην αντιμετωπίζει κανέναν προβληματισμό για την σχετικότητα της ύπαρξής του. Πρόκειται για τον άνθρωπο, «προ του προπατορικού αμαρτήματος», όπως τον χαρακτηρίζει ο ιδιοφυής Ντοστογιέφσκυ. Δεν βρήκα κάπου στην κοινότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου, όπως περιγράφεται, τον «ιδεοψυχαναγκαστικό». Είδα μόνο κάτι μη ανθρώπινο. Κάτι απόλυτα καλό. Το οποίο απόλυτα καλό, μολύνθηκε. Άρα ένα καλό διαβλητό, δεν είναι απόλυτα καλό. Πρόκειται για σχετικό καλό. Δεν υπάρχει «ιδεοψυχαναγκαστικός» χαρακτήρας. Και δεν υπάρχει από την σχετικότητα της δικής μου ύπαρξης. Ίσως, και γι’ αυτόν τον λόγο, στο συγκεκριμένο «τυφλό σημείο» να προτιμώ τον λεγόμενο κατά τους κύκλους των ψυχοδιαγνωστών «ιδεοψυχαναγκαστικό» χαρακτήρα, να τον αντιμετωπίσω σαν μη «ιδεοψυχαναγκαστικό» χαρακτήρα, αλλά σαν οποιαδήποτε άλλη κυρίαρχη δομή, της οποίας η σύγκρουση περιγράφεται ως δευτερεύον χαρακτηριστικό στα τεχνικά εγχειρίδια ψυχικής υγείας ως «νόσος της αμφιβολίας». Κάθε φορά, βέβαια, με την διαβάθμιση της κλινικής σημαντικότητας των χαρακτηριστικών αυτών. Εξάλλου, από μόνη της η ποικιλία των «ιδεοψυχαναγκαστικών» συμπτωμάτων αυτής της «νόσου» και ο πλούτος των συμβολισμών της, μονάχα βαθείς υπαρξιακούς προβληματισμούς αποκαλύπτει.
     Η καταπληκτική αναλύτρια Nancy McWilliams είχε κάπου αναφέρει στην Ψυχαναλυτική Διάγνωση του χαρακτήρα ότι (πλην του ότι δεν υπάρχουν αμιγείς τύποι προσωπικότητας στην καθημερινή ζωή) απαντάται πολύ συχνά το κράμα κυρίαρχων σχιζοειδικών και ιδεοληπτικών χαρακτηριστικών προσωπικότητας. Αν και δεν είναι ούτε καν σχετικά απόλυτο ότι μαζί με την ιδεοληπτική δομή συνυπάρχει και η σχιζοειδική, ωστόσο αυτή η άποψη, διαπιστωμένη εμπειρικά από την υποκειμενική μου αντίληψη, κατευθύνει τρόπον τινά προς την συνύπαρξη δύο διαφορετικών νοηματοδοτήσεων του κόσμου. Την φαντάζομαι κάτι σαν τελικό αποτέλεσμα συνιστωσών δυνάμεων, ως κατά κάποιον τρόπο συνύπαρξη «ιδεοληπτικού υπαρξιακής κατεύθυνσης» και «σχιζοειδή μηδενιστικής κατεύθυνσης». Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι πρόκειται για προσωπικούς μου συλλογισμούς επάνω στην διαπίστωση της αναλύτριας McWilliams για το κράμα «Ιδεοληπτικός – Σχιζοειδής».

     Τέλος, τι άλλο περισσότερο από «σύμπτωμα της νόσου της αμφιβολίας» μπορεί να συνιστά και η βαθειά φιλοσοφία;

Και μετά;

"...Πως συχνά, στη γης μας, δε μπορούσα να δω τον ήλιο που βασίλευε χωρίς να με πάρουν τα κλάμματα... πως στο μίσος μου για τους κατοίκους της γης μας, είχα πάντα μέσα μου κάτι σαν κρυφή οδύνη. Γιατί να μην μπορώ να τους μισήσω αφού δεν τους αγαπούσα, γιατί να μην μπορώ να τους συγχωρήσω, και γιατί να έχει τόση θλίψη η αγάπη μου γι' αυτούς; Γιατί να μην μπορώ να τους αγαπώ χωρίς να τους μισώ ταυτόχρονα;...."
Φ. Ντοστογιέφσκι, από "το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου".

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Η σχιζοειδική ζωή

               Αναφέροντας το πένθος στον καθένα μας, η πρώτη εννοιολογική σύνδεση που κάνει (λογικά) είναι ο θάνατος. Ακόμη και αν η σύγχρονη έννοιά του εμπερικλείει πολυάριθμες υποκατηγορίες.  Το πένθος του θανάτου είναι πιο αιχμηρό από το «γενικό» πένθος. Το τελευταίο είναι η λυπημένη χαρά αυτού που μένει πίσω. Αυτό ντύνει την αναγκαία αντίδραση του ανθρώπου (με τον ορισμό της νόρμας του από τα τεχνικά εγχειρίδια και αλγόριθμους ακατανόητους – πιθανότατα της ίδιας λογικής των εγχειριδίων εκμάθησης των βασικών προτάσεων, σίγουρα όχι περισσότερων από έναν εύπεπτο αριθμό, τα οποία οδηγούν στην επικοινωνιακή επιβίωση του αγοραστή τους στην αλλοδαπή που θα επισκεφτεί)σε απώλειες πολύ πιο όμοιες με την ζωή (σχετική). Ο θάνατος αποτελεί, όμως, το υπαρκτό παραπλήρωμά της. Για αυτόν ακριβώς τον τρόπο ξεγελάσαμε τους εαυτούς μας πενθώντας για την σχετική απώλεια, αποσυρόμενοι αυτιστικά από το μεγάλο πένθος. Το απόλυτα παραπληρωματικό πένθος. Το πένθος της απώλειας της σχετικότητας, που εγγυάται η ζωή μας. Το πένθος του επικείμενου απόλυτα αγνώστου. Γιατί, εδώ που τα λέμε, και οι γνώσεις μας πάνω σ’ αυτό το τελευταίο, το πραγματικό πένθος, δεν είναι άλλες από τις «τεχνικές», με γλωσσικές έννοιες ζωής. Όπως, για παράδειγμα, ότι οι βολβοί των ματιών μας θα μετατραπούν – με γνωστές στους περισσότερους «μέσους» ανθρώπους φυσικές διαδικασίες – σε, όπως πολύ πετυχημένα αναφέρει ο ήρωας της τρίτης ιστορίας του Πάτρικ Ζίσκιντ, οστρακοποιημένη πέτρα. Η πέτρα, λοιπόν, αυτή, είναι κάτι σχετικό με την ανθρώπινη, φυσική, σχετική μας ύπαρξη. Άρα ο θάνατος, μη όντας σχετικός, αλλά σίγουρος, δεν έχει να κάνει με τα όσα εμείς γνωρίζουμε. Την πέτρα την γνωρίζουμε. Έτσι, μόνο συμπόνια νιώθω για εκείνον που πενθεί την απώλεια του σχετικού. Ζει το υπαρκτό πένθος.
                Θα χρησιμοποιούσα, αντί της «συμπόνοιας», την – σαν ήχο από νερό που ρέει – και ψυχαναλυτικής κατασκευής «ενσυναίσθηση», όμως θα κάνω ένα μεγάλο τεχνικό λάθος. Σε αυτήν μπορείς και γυρνάς στην σκοπιά του εαυτού σου, έπειτα από την «ένωση» με τον θεραπευόμενό σου. Εγώ όμως αδυνατώ να επιστρέψω. Ο δρόμος μου έκλεισε και έγινε «συνταύτιση». Το πένθος για τον προσωπικό θάνατο δεν έχει εξελικτικά στάδια. Δεν είναι κύκλος. Το απόλυτό του σβήνει την ελπίδα για απόλυτη ζωή. Μόνο σχετικά μπορείς να ζήσεις, από την στιγμή που κάποτε έγινε η τυχαία σύναψη στον εγκέφαλό σου, και σ’ έκανε να βιώσεις αυτό που μηχανικά γνωρίζεις από παιδί ακόμη.
                Πρόσφατα διάβασα ένα «δοκίμιο» τής πολύ εκπαιδευτικής και με αξιοθαύμαστες ενσυναισθητικές ικανότητες Nancy McWilliams, The woman who hurt too much to talk: Unconventional Psychoanalytic therapy with a deeply schizoid woman. Το συγκεκριμένο γραπτό, λοιπόν, πραγματεύεται ακριβώς αυτό που ο ίδιος ο τίτλος αναφέρει. Ακριβώς αυτό. Το διάβασα μία φορά προσεκτικά, ωστόσο πολλές περισσότερες το μετα-επεξεργάστηκα νοερά. Από όλες τις μετα-επεξεργασίες των μετα-επεξεργασιών (κτλ) που έκανα για το συγκεκριμένο, όταν πλέον (αραιότερα) περνάει «να πει ένα γεια» στην σκέψη μου, όλα ξεκινάνε από την δήλωση αυτής της με έντονα σχιζοειδικό εαυτό γυναίκας για την απώλεια, από θάνατο, τού πολύ αγαπημένου της συντρόφου, ότι «ποτέ δεν έπαψε να τον θρηνεί». Όντας άτομο καταγοητευμένο από την ποιητική ομορφιά τής εκάστοτε προσωπικότητας, νομίζω ότι δεν υπήρχε ευστοχότερο δέσιμο της συγκεκριμένης δομής με αυτή την γνωστική και συναισθηματική πραγματικότητα που μοιράστηκε με την αναλύτριά της.
                Ο συγκεκριμένος –παράξενος κατά τις διατυπώσεις των ψυχοδιαγνωστών – χαρακτήρας, ο σχιζοειδικός, είναι και αυτός που στην βάση του πραγματεύεται την πραγματικότητα του θανάτου και την σχετικότητα του εαυτού του σε όλη του την συνέχεια. Ο σχιζοειδής ζει –κατά τους προαναφερθέντες αλλά και τους λοιπούς γύρω του μέσους ανθρώπους – χωρίς ουσιαστικά (οριζόμενη με αυθαίρετο τρόπο η ουσία και πάλι) να ζει. Ο σχιζοειδής κάνει πράξη τη σχετικότητά του. Ο εαυτός του υπάρχει και δεν υπάρχει. Και αυτή η σχετικότητα είναι που ταυτίζεται με την ζωή. Το απόλυτο ταιριάζει με τον θάνατο.
                Οι άνθρωποι ηδονιζόμαστε να κάνουμε λάθος. Να κάνουμε λάθος, όχι λόγω της εκάστοτε συγκεκριμένης τοποθέτησης και νοοτροπίας μας, αλλά λόγω του αμετακίνητου αυτής. Όταν όλα είναι σχετικά, το πολύ ως προς ένα σημείο αναφοράς, τι είναι αυτό που μας κάνει να πιστεύουμε ότι εμείς θα είμαστε αυτό το σημείο και τα λοιπά θα αποτελούν τα σχετικά του; Κάπου, επίσης το τελευταίο διάστημα, διάβασα πως ο σχιζοειδής χαρακτήρας, τουλάχιστον όσον αφορά την λεγόμενη κλινική εκδοχή του – είναι ο πιο σπάνιος στον ανθρώπινο πληθυσμό. Αν βέβαια, παραβλέψουμε όλους τους πρακτικούς και φιλοσοφικούς περιορισμούς αυτής της έγκριτης κατά κάποιον τρόπο επιστημονικής άποψης – τότε τι μπορεί να σημαίνει λογικά ότι η πλειοψηφία των μη σχιζοειδών κρίνει ότι η ζωή των σχιζοειδών είναι «αυτιστική»; Και ουσιαστικά (οξύμωρη η χρήση αυτού του επιρρήματος) τι σημαίνει αυτό, όταν, μάλιστα, ένας συλλογισμός καταλήγει ότι η σχετικότητα του σχιζοειδή είναι αυτή που συντονίζεται με τον ρυθμό της ζωής; Την σχετικότητά της, ενώ το απόλυτο των υπολοίπων δομών με το απόλυτο μη σχετικό του θανάτου;

                Και προς επίρρωση των προβληματισμών μου, απλά αναφέρω πως η McWilliams ενημερώνει τον αναγνώστη (πιθανότατα με συναισθηματική δόνηση) ότι η θεραπευόμενή της δεν ολοκλήρωσε την πολύ ενδιαφέρουσα πορεία της ανάλυσής της λόγω απόλυτου κωλύματος. Ο αιφνίδιος θάνατός της έθεσε το απόλυτο «drop out».

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

"Έχω την πιο μεθυστική μυρωδιά από όλα εσάς, τα φυτά!"...είπε ο νάρκισσος

                Πραγματικά, μου προκαλεί δέος το άπειρο του λαβύρινθου, που μας έχει πνίξει με τις επιλογές του. Πόσο παράξενο φαίνεται το απόλυτο κάποιου πράγματος, να αναιρεί αυτό το ίδιο πράγμα. Μιλάμε, στην προκειμένη, για την απόλυτη ελευθερία και το άπειρο επιλογών, προκειμένου να προσεγγίσουμε τον πιο μοναδικό και ανεπανάληπτο «στον αιώνα τον άπαντα» (πάντα με τη σχετική έννοια του απόλυτου) συνδυασμό χαρακτηριστικών ανιχνεύσιμων από την ανθρώπινη φύση, τον θαυμαστό χαρακτήρα (και ατομικά αλλά και ως έννοια θαυμαστό). Αυτή η απεραντοσύνη (πρακτική βέβαια) καθίσταται κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνη για το πεπερασμένο των σχεδιασμών μας. Ίσως εκεί να βρίσκεται η αιτία που θα ήθελα όσο τίποτε, αυτή την στιγμή, να χαρίσω την ενοχή μου. Ο άνθρωπος είναι ανεπανάληπτο ον, κάτι παραπάνω από τα «θεία». Εκείνα έχουν την ίδια έννοια ακόμη και «φορώντας τα ρούχα τους αλλιώς». Ο άνθρωπος είναι ο θεός, που ίσως και να υπάρχει.
                Αυτόν, λοιπόν, τον άνθρωπο προσπαθήσαμε να πλησιάσουμε και να γνωρίσουμε, δεν ξέρω και γω στα πόσα (σίγουρα πολλά σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής καθενός) χρόνια που προηγούνται αυτής της στιγμής. Ο ταπεινός νους μας κατόρθωσε να φτιάξει καλούπια για να περάσει η γνώση από την μια γενιά στην άλλη. «Η γνώση πρέπει να μεταδίδεται σε κάθε ευκαιρία» είχε πει κάποτε άτομο πικραμένο, το οποίο – τραγική ειρωνεία – δυστυχούσε κάθε στιγμή κι όμως είχε αναλαμπές κρατήματος του συνδέσμου τού «έσω» με τον «έξω» εαυτού του (αγνώστου πυκνότητας και υλικού κατασκευής κάθε ένας από αυτούς τους εαυτούς) αναλογιζόμενος την γνώση, που φαινόταν τόσο σίγουρος ότι διέθετε. Άραγε, αν ανάρρωνε από την γνώση του (διατηρώντας για πάντα τα αντισώματά της στο βρομισμένο αίμα του), θα ήταν η σύνδεση ίδια; Θ’ αυτοκτονούσε; Θα έπεφτε σε βαθιά και αγιάτρευτη μελαγχολία; Θα ένιωθε πιο ανάλαφρος, καθώς, επιτέλους, μπορεί να έφευγε από πάνω του το φορτίο, που ίσως έτσι μπορεί και να το ένιωθε, της γνώσης και φρέσκος, σαν μαθητής Α’ Δημοτικού (εύρωστος, ζωηρός, ευτυχής) να ριχνόταν στον – όποιο- νέο αγώνα του; Ακόμη, και έναν αγώνα για τον πιο ξεφτιλισμένο θάνατο.
                Είναι λίγο για έναν άνθρωπο το λίγο που μπορεί να φτάσει. Χίλια στρώματα κάτω να κατέβει στον μανδύα της γης, πάλι δε θα τα καταφέρει, ώστε να επιστρέψει πάλι άνθρωπος. Κάτι κάνουμε λάθος. Κάτι από πολύ πιο βαθιά στην ιστορία μας, από όσο μπορούμε να σκεφτούμε. Η γνώση είναι κάτι άλλο. Σίγουρα δεν είναι το απόλυτο. Το απόλυτο, όμως, δεν υπάρχει. Έτσι δεν υπάρχει και το σίγουρα. Άρα, δύο αρνήσεις σε μία λογική πρόταση καταλήγουν σε μία καταφατικής φύσεως φράση. Το «είναι». Αυτό που ντύνεται καλά – σαν σε χειμώνα στον αρκτικό κύκλο – και μοιάζει με κάτι που «τεχνική αδεία» αποκαλούμε προσωπικότητα. Λέξη τόσο εύηχη, όταν την ακούς να αρθρώνεται σταθερά. Σαν ήχος από άδειες καρύδες κρεμασμένες στο ταβάνι, με πολύχρωμα κορδόνια, κουνημένες από το αεράκι, που χώθηκε στο δωμάτιο. Επειδή, έξω, η αλλαγή του καιρού υπάρχει. Και κρύβει μέσα της η εύηχη αυτή λέξη μια εξίσου όμορφη και οπτική άλλη λέξη, το πρόσωπο. Μάγουλα χείλη, μάτια, δέρμα, βλέμμα, χαμόγελο.Το «έξω» που αποτυπώνει το «μέσα». Με το μεγαλύτερο μέρος των μηνυμάτων που στέλνει μη ανιχνεύσιμο και αναλύσιμο, ακόμη και από τον πιο ικανό παρατηρητή της ανθρώπινης φύσης.
                Εξάλλου, τι θα μπορούσε να πει ένας τέτοιος παρατηρητής για κάποιον, που, οι πιο «τεχνικοί» αναλυτές του χαρακτήρα θα ονόμαζαν προσωπικότητα με προεξάρχοντα ναρκισσιστικά στοιχεία; Και ακόμη και η επιτυχής ταξινόμηση του ατόμου αυτού σε κάποιο «κουτάκι» μίας πολύ επιτυχημένης θεωρίας, ακόμη και αυτή μάλλον δεν έχει να μας πει τίποτε. Με το τίποτε πάντα σχετικό. Ποιος είναι ο νάρκισσος που δεν αγάπησε πραγματικά; Για τη θεωρία είναι όλοι. Όμως ποιος μπορεί να οριοθετήσει – ακόμη και με ένα τεχνικό σύστημα ανάλογο της αξιολόγησης της κλινικής εικόνας της προσωπικότητας – την αγάπη; Κάνουμε πάμπολλες σωστές λογικά σκέψεις, ωστόσο η αρχή δεν φαίνεται να πατάει και τόσο σταθερά κάπου.
                Ο νάρκισσος πονά. Επειδή δεν το περιγράφει στη γλώσσα των λοιπών κυρίαρχων δομών προσωπικότητας, μα στην απλοϊκή φαινομενικά δική του, δεν σημαίνει ότι δε νιώθει. Μπορεί να μην γνωρίζουμε αν υπάρχει αυτό το κάτι, όμως σίγουρα μπορούμε να αντιληφθούμε με την φτωχή κοινή αίσθησή μας, την κάποια διαφορά του από το κάτι άλλο. Ο νάρκισσος νιώθει τόση αγάπη, όση είναι περισσότερη από την μη αγάπη του. Πονάει τον σημαντικό του «άλλο» ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο τόν αγαπούν και οι λοιπές κυρίαρχες δομές, όσο περισσότερο μπορεί το «είναι» του. Η ανάγκη του είναι ανθρώπινη. Και ο άνθρωπος είναι πάντα άνθρωπος (με το σχεδόν δίπλα του το πάντα). Το να βάζει η άλλη κυρίαρχη δομή, τη ναρκισσιστική «στη θέση της», αυτό σημαίνει (με βάση τη λογική μου) ότι παίρνει το «νόμο» (της συμπεριφοράς και της συνύπαρξης) στα χέρια της. Ο νάρκισσος δεν έχει την τύχη της παρανοειδούς δομής. Δεν μπορεί – εκ φύσεως προσωπικότητας – να προβάλλει την ντροπή του. Ζει με αυτήν, ποτισμένη σε κάθε κύτταρό του. Για να νομίζει ότι έζησε (μιας και αφού επιχειρεί κάθε μη νάρκισσος να ορίσει με «αντικειμενικούς» και αυτονόητους, που ποτέ, ωστόσο, δεν εξηγήθηκαν όρους, τα συναισθήματα, έτσι μπορεί να χαρακτηρίσει και «αντικειμενικά» την ζωή ως σημασίας ή μη) την ανούσια ζωή του, τότε αυτό που τού χρειάζεται είναι το προσωπείο του. Η μάσκα του πιο καλού, του πιο πολύ, του πιο ο,τιδήποτε απ’ όλα. Μασκαρεύει το ψυχικά άυλο του. Τα μέσα του από αρχής εξαερώθηκαν και δεν μπορεί να τα ανιχνεύσει το ψυχολογικό μάτι του πρωτόγονου (κατά τα λεγόμενα τον αρκετά μεταγενέστερων από εμάς φιλοσόφων της ψυχής) εαυτού των λοιπών κυρίαρχων δομών. Σε αέρια μορφή βρίσκεται μέχρι και το όργανο ενδοσκόπησής του. Δεν μπορεί να δει αυτό που φαίνεται να μην υπάρχει. Και πάλι δύο αρνήσεις σε μία πρόταση. Έτσι ο νάρκισσος μονάχα φαίνεται.
                Μα ακόμη και η ιστορία του χαρακτηρισμού «ναρκισσιστικός» είναι τόσο οξύμωρη. Ο Νάρκισσος ερωτεύτηκε τον εαυτό του. Μπορεί το αντικείμενο να διαφέρει από το αντικείμενο του έρωτα των λοιπών κυρίαρχων δομών, όμως το ρήμα είναι το ίδιο. Και κάπου όλοι γνωρίζουν πόσο πόνο κρύβει μέσα του ο έρωτας, ακόμη και στην πιο ευχάριστη εκδοχή του. Και το «πονάει» είναι ρήμα. Ερωτεύομαι σημαίνει και κατά κάποιον τρόπο πονάω. Ερωτεύομαι σκέτο. Το αντικείμενο δεν αλλοιώνει την ένταση. Σε καμία δομημένη υγιώς κοινωνικά γλώσσα. Εξάλλου, εδώ που τα λέμε, αν η χρήση των «εαυτο-αντικειμένων» είχε να κάνει με την «εγωιστική» ουσία τού «είναι», τότε ο νάρκισσος, θα ήταν αναρριχητικό φυτό. Όμως δεν είναι. 

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Εγώ ήθελα να γίνω δέντρο - Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας

Η κβαντική μοναδικότητα της προσωπικότητας

  Από όλα τα γραμμένα για την προσωπικότητα που έχω διαβάσει μέχρι και σήμερα, πιο πολύ ενδιαφέρον, περιεκτικό και ενσυναισθητικό μού φάνηκε «Η ψυχαναλυτική διάγνωση του χαρακτήρα» από τη Nancy McWilliams. Οφείλω να ομολογήσω πως ως άτομο με περιορισμένες εμπειρίες ως προς την χαρτογράφηση του χαρακτήρα των ανθρώπων (η μέθοδος της δοκιμής και λάθους ως τότε ήταν αρκετά εκπαιδευτική, αν και με επώδυνο τρόπο) ένα τέτοιο βιβλίο φώτισε το δωμάτιο του νου μου, όπου υπήρχαν καταχωνιασμένοι κωδικοί και κρυπτογραφημένα αρχεία, που ίσως και να έλυναν κάποιο μεγάλο μυστήριο. Κάτι σαν μια ενοποιημένη θεωρία της προσωπικότητας. Αν, λοιπόν, υποθέσουμε πως υπάρχει (ακόμη και με τον σχετικό όπως προαναφέρθηκε τρόπο της ύπαρξης του καθετί – πλην του θανάτου) όντως, τότε αυτή η υπέρογκη, πεπιεσμένη, μόνο μερικώς αποκρυπτογραφημένη πληροφορία του νου μου, ίσως θα μπορούσε να φανεί τουλάχιστον πολύ χρήσιμη σε αυτή την αναζήτηση. Όμως και από πού να ξεκινήσεις; Ή μήπως αυτό θα ήταν και το μεγάλο λάθος; Ακριβώς αυτό, να ψάχνω από πού να ξεκινήσω. Και έτσι βρέθηκα να ξεκινώ επισήμως αναγνωρισμένη και από τα πιο συνειδητά και εντός κοινωνικής νόρμας κομμάτια του εαυτού μου, αυτό τον δρόμο. Θα επιθυμούσα όσο τίποτε άλλο να χρησιμοποιήσω την λέξη «περιπέτεια», και αν δεν το κάνω (τουλάχιστον μέχρι στιγμής), αυτό συμβαίνει γιατί δεν γνωρίζω ακόμη με σιγουριά (σχετική πάντα), αν η συγκεκριμένη λέξη ανταποκρίνεται επαρκώς στο βιώμά μου.
            Αυτό που αυτή την στιγμή που γράφω μού έρχεται πρώτα από όλα στη νοερή επεξεργασία μου, είμαι εγώ, να βρίσκομαι σε τρομερή συναισθηματική έξαρση, ακριβώς γιατί διάβασα πως ο αγαπημένος μου άνθρωπος έχει κάπου – και μάλιστα στα πιο επιστημονικά κιτάπια – γραμμένη από άλλον την ιστορία της ζωής του. Και, ναι, εννοείται πως δεν αναφέρομαι σε κάποια βιογραφία, ή δεν ξέρω και γω τι άλλο σχετικό, ωστόσο αντίκρυσα και διάβασα με τα ίδια μου τα μάτια ακριβώς αυτό που υποψιαζόμουν ότι έβλεπα στον άνθρωπο που είχα επεξεργαστεί με τόσο ισχυρό κίνητρο και με μια έντονη συνεχή σχεδόν παρόρμηση εντατικά από τότε που εισήλθε στο κύριο καστ της ζωής μου. Θυμάμαι πως οι βασικές, τεχνικές αλλά κυρίως ρομποτικές γνώσεις μου για ένα σύστημα αξιολόγησης των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας μ’ έναν τρόπο που καθόλου δεν ικανοποιούσε το ρομαντικό του εαυτού μου, πλησίαζαν (σε ξεκάθαρα υποκλινικό επίπεδο – για να χρησιμοποιήσω και τις σχετικές ορολογίες – κατά την άποψή μου), την παρανοϊκή δομή του χαρακτήρα. Και ναι, αν και μου φαινόταν σαν κακόγουστο αστείο το ότι όριζε ζωές ανθρώπων ένα εγχειρίδιο αυτόματων οδηγιών εκτίμησης προσωπικότητας (Ναι! Του πιο απόλυτα μοναδικού στοιχείου που μπορώ να σκεφτώ ανά πάσα ώρα και στιγμή στον κόσμο μου όλο!), παρ’ όλ’ αυτά είχε περάσει από καιρό στις πιο αποκρυσταλλωμένες γνώσεις μου και πλέον σταθερά και μέσω της χρόνιας και συνεχής νοητικής διήθησης της γνώσης στους μηχανισμούς του νου και τούμπαλιν, είχε για πάντα μολύνει τον εαυτό μου στην αναγνώριση της μοναδικότητας του άλλου. Νοσούσα. Νοσούσα και δεν το ήθελα. Με σιχαινόμουν, όπως ο δολοφόνος σιχαίνεται τα λερωμένα χέρια του. Όσα κορμιά και να χαϊδέψει, όσα μωρά και να νανουρίσει, όσα δέντρα και αν κλαδέψει, πάντα τα χέρια του θα είναι τα χέρια κάποιου ο οποίος υπάκουσε, έστω και για μία μόνο φορά, στην ανάγκη του σπασμωδικού και βίαιου μηχανισμού που απεχθάνεται τη φυσική ζωή. Ό,τι και να μου συνέβαινε από εδώ και πέρα είχα την απόλυτη βεβαιότητα ότι τα αντισώματα μέσα μου θα υπήρχαν μέχρι και του φυσικού μου τέλους.
            Όμως, ποιος χρειάζεται περισσότερο παρηγοριά από τον ίδιο τον άρρωστο; Ποιος είναι αυτός που θα γίνει ο πιο ιδεατά πιστός σε κάτι, αν για αυτόν, αυτό το κάτι, δεν είναι απλά το παιχνίδι του ή το εργαλείο του, μα ουσιαστικά η προσωρινή ανακούφιση τού πόνου του; Και ναι, πρώτη φορά τότε, διαβάζοντας κάτι που μου θύμιζε λίγο από όσα γνώριζα, σαν παραλήρημα στον πυρετό της άγνοιας και της κατωτερότητάς μου σε σχέση με την σχετική αλήθεια – βρήκα το πρώτο βάλσαμο. Ο πόνος ξεχάστηκε, και τώρα αυτό που βρισκόταν μπροστά στα μάτια μου ήταν η ενσυναισθητική περιγραφή μιας μοναδικότητας με έναν τρόπο μαγευτικό. Μία περιγραφή για άπειρες μοναδικότητες! Μιλούσε για παρανοειδή προσωπικότητα και εγώ έβλεπα ανθρώπους στο ίδιο ύψος και βάρος, ωστόσο με όλα τα υπόλοιπα διαφορετικά! Έβλεπα ανθρώπους! Ναι, αυτούς που αναγνωρίζονται από τους πιο ψυχοδυναμικούς κύκλους ως άτομα με χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης δομής. Νομίζω πως εκείνο το βράδυ κατάφερα να κοιμηθώ βαθιά από την κούραση εκείνης της κρυφής χαράς που είχα βιώσει. Γεύτηκα για λίγο την ελευθερία! 

Μηδέν

Είναι μερικές φορές που όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα μου βροντοφωνάζουν δίχως, ωστόσο, το στόμα να είναι το κατάλληλο εργαλείο για να τα πω. Μερικές φορές οι σκέψεις δεν είναι δυνατό να γίνουν λόγια, και αν κάποιες φορές μπορεί έστω και λίγο να πλησιάσει στην έκφραση ο λόγος, σίγουρα – τουλάχιστον για μένα – θα έχει έκφραση γραπτή. Κάπως έτσι λοιπόν, ξεκινάει η ιστορία μου. Σκέψεις πολλές, συνήθως άσκοπες, άκαιρες. Εμπειρίες που γίνονται σκέψεις, και ίσως αυτή να είναι τελικά και η σημασία της εμπειρίας. Να φτιάξει σκέψεις. Σκέψεις που διεγείρουν συναισθήματα, που αφυπνίζουν τις ορμόνες, που διεγείρουν τον εγκέφαλο, που αναστατώνουν την καρδιά. Ξέρω πως όποιον από τους πολλούς ρόλους που έχω στην ζωή – όπως και όλοι μας, ήδη από τότε που ήμασταν αιτία για να βγει θετικό ένα τεστ εγκυμοσύνης – οικειοποιηθώ, προκειμένου να εκφράσω το είναι μου, αυτό που «ρέει» μέσα μου, σίγουρα θα κάνω κάτι σχεδόν ποταπό. Δεν είμαι όλα αυτά που είμαι. Και σίγουρα δεν είμαι το κατάλληλο άτομο να ταυτιστώ τόσο πολύ με κάτι ώστε να προσαρμόσω την ολόδική μου εμπειρία σε αυτή την εμπειρία της περσόνας, που διεκπεραιώνει με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας κάθε φορά τους τόσους διαφορετικούς ρόλους της. Δεν τολμώ εννοείται να πω τη λέξη «προορισμούς». Μου φαίνεται οξύμωρο. Ποιος είμαι εγώ που έχω και προορισμούς; Τι τραγέλαφος. Μία απόλυτη ασημαντότητα σ’ ένα τουλάχιστον ακατανόητα από εμένα μεγάλο σύμπαν. Κάπως έτσι λοιπόν έρχεται και η ιδέα της ψυχολογίας. Με την φιλοσοφία μητέρα της (μία προσπάθεια εφαρμογής της στον άνθρωπο από την σκοπιά της «κανονικότητας» της σκέψης, συμπεριφοράς και συναισθήματος), μόνο τουλάχιστον πολύ ενδιαφέρουσα θα μπορούσε να είναι.
Ακόμη, βεβαιότητα απόλυτη δεν μπορώ να βρω, όμως μονοπάτια σύζευξης της θεωρίας με την πράξη αποκαλύπτει κατά καιρούς. Πάντα θα υπάρχει κάποιος πιο αρμόδιος να δώσει περισσότερο αληθείς απαντήσεις. Απαντήσεις αληθείς, ωστόσο, σε σχέση με τι; (Στην καλύτερη περίπτωση δηλαδή, σε σχέση με τι;). Ας πούμε, λοιπόν, υποθετικά, σε σχέση με την πιο κατανοητή εκδοχή αυτού που επεξεργάζεται ο κοινός νους. Χυδαίο σημείο αναφοράς. Ποιος ορίζει και πώς είναι δυνατό να ορίζεται ο κοινός νους; Τέλοσπάντων, ασταμάτητοι συλλογισμοί μπορούν να προκύψουν με άπειρα ενδεχόμενα. Γι’ αυτό, και κάπου βαφτίζοντας την πιθανότητα «αλήθεια», αποφάσισα να καθίσω λιγάκι στο χώρο της ψυχολογίας.
Πιθανολογώ πως για κάποιον αγωνιώδη αναζητητή της αλήθειας, και πέραν των ειδικών προσεγγίσεων που δομήθηκαν με τα χρόνια στο χώρο αυτό, το «είναι» ή «φαίνεσθαι» ή ό,τι τέλοσπάντων ή και όλα μαζί ή και άλλα, αποτελεί η προσωπικότητα. Το απόσταγμα, μοναδικό και εξαιρετικό, ακριβώς γιατί είναι μοναδικό, ακόμη και αν συμβούν τεράστιες προσπάθειες για επαναδημιουργία του, της μοναδικής και αυτούσιας φύσης του κάθε ανθρώπου.
Πολλοί μιλήσανε για την προσωπικότητα. Σχετικοί και μη. Ουσιαστικά, από την στιγμή που θέτουμε ως σημείο αναφοράς την ύπαρξη του ατόμου, τότε ουσιαστικά μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τους πάντες σχετικούς. Ας πούμε λοιπόν, πως πολλοί – ακόμη και άτομα που με βάση την λογική για την λογική δεν θα κατέληγαν πιθανότατα στο να καταπιαστούν με θέματα τέτοιου περιεχομένου. Όμως η λογική ορίζει ότι, αφού η ύπαρξη αναγνωρίζεται αξιωματικά, προκειμένου να υπάρχει έστω και υποκατάστατο του σκοπού σε αυτό το εγχείρημα, τότε τα πάντα βρίσκονται σε σχέση με αυτήν. Άρα όλοι μας είμαστε σχετικοί με την ύπαρξή μας και τις ιδιότητές της (μία από αυτές ονομάζεται, στην μεταξύ μας ορολογία, προσωπικότητα).

Σε καμία περίπτωση δεν βρίσκεται εντός των δυνατοτήτων μου το να παραθέσω τις σκέψεις και τις ρευστές (ελπίζω για πάντα – με το «σχεδόν» δίπλα του) απόψεις μου με κάποια απόλυτα λογική σειρά ή με ολοκληρωμένο, κατά τον μαθηματικό ή πιο τακτικό νου, τρόπο. Το άσκοπο και το ελεύθερο είναι ο προσωρινός (λόγω της αναγκαιότητας της λογικής) σκοπός μου.