Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Λατρεία της απορίας

Εάν η πίστη είναι συστατικό της ανθρώπινης ζωής, τουλάχιστον μέχρι το παρόν στάδιο στην εξέλιξή της, τότε αυτό που τελικώς θα καταλήξω, ανεξαρτήτως προσωπικής βούλησης, είναι να αναζητώ υποχρεωτικά το αντικείμενό της. Είμαι της άποψης, εμπειρικά οδηγούμενη, ότι η απώλεια του αντικειμένου της πίστης ίσως να μην είναι τόσο παρακωλυτική στην ανάπτυξη μιας αίσθησης ενός κάποιου εαυτού, όσο επιβλαβές μπορεί να καταλήξει από την άλλη το απροσδιόριστο αίσθημα πίστης σε, σταθερό στην μη μορφή του, αντικείμενο.
                Πρόσφατα περιστρεφόμουν νοητικά γύρω από την απαραίτητη πίστη του παιδιού στα αισθήματα της προσωπικής του παντοδυναμίας και στην συνέχεια στην ισχύ των σημαντικών του άλλων, στο κατάλληλο βέβαια εξελικτικό του στάδιο, προκειμένου να ορθοποδήσει στο μέλλον, ως ανεξάρτητο των άλλων μοναδικό άτομο. Κάπως, σα να είναι απαραίτητο στην αρχή να βιώσεις το παραμύθι σε κάθε του πτυχή, προκειμένου να ξυπνήσεις στο οπισθόφυλλο, αποχωρισμένος ταυτοτικά από τους άλλους, και σχεδόν έτοιμος να ξεκινήσεις να γράφεις ιστορία.
                Βέβαια, η πίστη σε κάτι υπεράνθρωπο, αποσκοπεί και σε κάτι περισσότερο από την ατομική πρώτη ωρίμανση. Δεν είναι ασυγκράτητη ενέργεια στα χέρια του καθενός από εμάς μαθητευόμενου μάγου. Είναι κάτι έξω από εμάς, που δεν το ακουμπάμε ποτέ με τα χέρια ή τα μάτια μας, που δεν σχετίστηκε ποτέ με μας και που, από την άλλη, μόνο υποθετικά σχετιστήκαμε μαζί του. Νομίζω πως έχω περάσει στο αντικείμενο της πίστης, και όχι σε αυτήν καθεαυτήν. Όσο ανεξήγητο μού φαίνεται το να υπάρχει κάτι άπιαστο, αν και δικό μου, και μερικώς άγνωστο σε μένα, κάτω από το πετσί μου, άλλο τόσο προβληματίζομαι και αγνοώ βασικά στοιχεία λογικής σε ότι βρίσκεται έξω από το πετσί μου. Ας πούμε, ότι κάνω φιλότιμες προσπάθειες να αγγίξω το έξω με το νου μου. Κατέκτησα το λόγο και με κάποιο τρόπο, περισσότερο τυχαίο, παρά συνειδητό αποτέλεσμα της ενέργειας των πρώτων σημαντικών ανθρώπων της ζωής μου, αποχωρίστηκα ταυτοτικά ως οντότητα. Με όποιους όρους οντότητα. Δεν είναι δυνατός επί του παρόντος ο προσδιορισμός της. Άρα, επιπλέον των προσπαθειών για συλλογισμούς  που συνάδουν με την πιο απλή λογική, ακριβώς με την ίδια «γεννήτρια» φτιάχνω και συναισθήματα.
                Τι είναι τα συναισθήματα; Προς το παρόν θα προχωρήσω επίσης αγνοώντας την ανάλυση της φύσης τους. Ωστόσο, πρόκειται σε γενικές γραμμές για ήχους παρόμοιους της λογικής αλλά εντελώς άλλης συχνότητας. Και με τα δύο επικοινωνώ με τους εκτός πετσιού μου. Αναζητώ αντικείμενα και πάσχω να συνδεθώ μαζί τους, πολλαπλασιάζοντας το επίπεδο δυσκολίας αυτής της επιχείρησης, με την υποχρεωτική παρουσία αντίστοιχης προσπάθειας από το ίδιο το αντικείμενο, να γίνει δέκτης, και πομπός ανατροφοδότησης προς διάφορες κατευθύνσεις σχέσεων.
                Το αντικείμενο της πίστης, όμως, με ποιον τρόπο συνδέεται με εμένα ή τα λοιπά μέσα ανθρώπινα όντα; Και σε περίπτωση που αφορά σύνδεση και από τις δύο μπάντες, για κάποιον λόγο, θεωρώ φρόνιμο να απορρίψω εξαρχής της ταυτόχρονη λειτουργία μυαλού καρδιάς προκειμένου να επιτευχθεί η πίστη σε κάτι. Άρα ποιο προηγείται;

                Και περιστρεφόμενη γύρω από αυτή την υποθετική σχέση, με μόνο στοιχείο την προσωπική μου εμπειρία, τα δεδομένα μου περιορίζονται στο ότι όταν αποδεσμευτεί η λογική από το αντικείμενο της πίστης, το συναίσθημα με κάποιον πολύ δυνατό λανθάνοντα τρόπο παραμένει. Είτε αμβλυμένο, είτε αλλαγμένο, μερικώς ή πλήρως. Σχεδόν αυτή την στιγμή, δεν μπορώ να αποφασίσω αν η ίδια η πίστη, αποτελεί λογική, παρα-λογική, ή συναισθηματική λειτουργία.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Συμπονώντας τον μη υπαρκτό κατά τον παρόντα χρόνο

Κοινό χαρακτηριστικό σχεδόν κάθε είδους ψυχοθεραπείας αποτελεί η ενσυναίσθηση. Η προσπάθεια να εκτιμήσεις γνωστικά και συναισθηματικά το βίωμα του απέναντί σου, βλέποντας τον κόσμο από τα μάτια του, ουσιαστικά, αλλά διατηρώντας ανέπαφη την δυνατότητά σου – προκειμένου να παραμείνεις ψυχοθεραπευτής, αλλιώς κάνεις ό,τι θέλεις -  να επιστρέψεις στην προσωπική σου σκοπιά βίωσης του κόσμου που σε περιβάλλει.
                Αυτή την στιγμή καθόλου δεν ενδιαφέρομαι για το κομμάτι της ψυχικής υγείας, της ψυχοθεραπείας ή ο,τιδήποτε σχετικό. Στο νου μου έχω, ως κίνητρο για να γράψω, την απορία μου σχετικά με ύπαρξη δυνατότητας να δείξει κάποιος ενσυναίσθηση σε άτομο που στην πραγματικότητα – όπως τελοσπάντων ορίζεται για τις ανάγκες επικοινωνίας η πραγματικότητα – δεν βρίσκεται απέναντί του. Βασικά, δεν υπάρχει. Ωστόσο, κάποτε υπήρξε. Αν δεν υφίστατο αυτό που περιγράφει ο χρόνος, το ενδιαφέρον αυτό άτομο, θα βρισκόταν εκεί, απέναντί του, απέναντί σου. Ο χρόνος, όμως, εντάχθηκε στις συνθήκες προσέγγισης αυτού του ατόμου. Εγώ, με όσα δεδομένα μπορώ να συλλέξω από τα ίχνη του, μπορώ να νιώσω κάπως αυτό που εκείνος ένιωσε, ή ακόμη πιο συγκλονιστικά, να δω τον κόσμο, μέσα από τα μάτια του;
                Θυμάμαι, μαθήτρια ακόμη, το σχολικό μου βιβλίο είχε φροντίσει να μου εγγράψει νοητικά την ρήση του Ηράκλειτου, «τα πάντα ρει». Και, όντως, αυτή η έντονη μεταβολή, που δεν σε αφήνει ουσιαστικά να αγγίξεις τίποτα πραγματικά, είναι και που δίνει μια βάση για την ίδια την ύπαρξή μου. Αφού αλλάζω, σημαίνει ότι αυτό που έχω αυτή την στιγμή υπάρχει (διαφορετικό) σε σχέση με αυτό που ήμουν πρωτύτερα και ακόμη πιο πριν, και ακόμη πιο πριν, και τώρα, και την επόμενη στιγμή, κοκ. Το ίδιο συμβαίνει και με ό,τι βρίσκεται πέρα από την πέτσα μου, το οποίο, σημειώνει ύπαρξη, μέσα από την σχετικότητά του. Όλα κατ’ ανάγκη επικοινωνίας και αμυδρής νοηματοδότησης της ασταθούς και συνεχώς μεταβαλλόμενης υπόστασής μας σε έναν κόσμο πολύ μεγαλύτερο, με βάση την εκάστοτε προσωπική μονάδα μέτρησης.
                Επομένως, με βάση την λογική του Ηράκλειτου, το να πατήσω εκεί που πάτησε κάποιος προγενέστερος χρονικά, δεν σημαίνει ότι θα εκλάβω τα ίδια μηνύματα από το «φαινομενικά» κοινό μας περιβάλλον; Και ναι, σίγουρα είναι ανόητο να μιλάω για ίδια μηνύματα, όμως, ας πούμε ότι θα με ικανοποιούσε και το «παρόμοια» μηνύματα.
                Το θέμα μου είναι ότι τελικώς αρκετές φορές με βοηθάει πολύ, όταν το περιβάλλον υποβάλλει την ιστορία, να προσπαθώ να αντιληφθώ και να βιώσω τον κόσμο μου, μέσα από τα μάτια ενός μη υπαρκτού, αλλά κάποτε ζώντα ατόμου. Πιθανότατα, μια τέτοιου είδους ενσυναίσθηση μοιάζει περισσότερο με εσωτερικά ωθούμενη αλλαγή μερικώς και στιγμιαίως της συνείδησής μου. Όμως, αν και τα δεδομένα είναι λίγα, η γνώση μου περιορισμένη, και αναγνωρίζοντας ότι εξαρχής κατέχω τις στοιχειώδεις δεξιότητες και ικανότητα, ώστε να αναπτύξω ενσυναίσθηση με κάποιον που εκφράζει την πραγματικότητά του σε μένα, με κοινό χρονικό σημείο αναφοράς του ξεχωριστού και αλληλομεταφερόμενου βιώματός μας, πώς είναι δυνατόν το συναίσθημα να είναι ακόμη εντονότερο, όταν επιχειρώ να ενσωματωθώ νοερά στην σκοπιά ενός ανθρώπου, του οποίου η ύπαρξη ήταν σχετική με πολύ προγενέστερο σημείο πάνω στην δική μου χρονική κλίμακα;

                Είναι η ενσυναίσθηση τελικά δυνατή κατ’ αυτόν τον τρόπο; Και τελικά, ο χρόνος με ποιον τρόπο – καθώς έχει μια φυσική, μηχανική και αναγκαία για την εξέλιξη του ανθρώπου μορφή – επηρεάζει το συναίσθημα και την δυνατότητα εγγύτητας με τον άλλο;

Αλλάζοντας τον ομοιοστατικό μηχανισμό μου, λόγω εποχικής αποχής από την αγέλη

Μια μέρα δίχως ταραγμένες σκέψεις, ίσως να ακολουθεί μια νύχτα που κοιμήθηκα βαθιά. Ό,τι και να ονειρεύτηκα, σήμερα δεν το θυμόμουν. Όμως, το ήξερα πως  ονειρεύτηκα. Γιατί είχα εκείνο το αίσθημα «ότι κάτι συμβαίνει» αμέσως μόλις άνοιξα τα μάτια μου. Το αποτέλεσμα κύλησε τόσο λογικά, ώστε αδυνατώ να εντυπωσιαστώ. Αφού η πρώτη «εντύπωση» του πρωινού ήτανε αίσθημα, το οποίο αδυνατούσε να λάβει έλλογη μορφή, να αποκτήσει εικονικό νοερό χώρο, αυτομάτως πέρασε σε προτεραιότητα ενέργειας το σώμα και σε «αποχαύνωση» ο νους. Και παρατήρησα, λοιπόν, το εξής. Ο χρόνος σημαίνει κάτι πολύ διαφορετικό για το σώμα, και κάτι επίσης πολύ διαφορετικό για το νου.
                Τις μέρες της φυσικής ευτυχίας και της προσωρινής απομάκρυνσης από το «φαίνεσθαι», τότε με έναν παράδοξο τρόπο, το μέσα ξεγυμνώνεται τόσο απότομα, που αυτομάτως ενεργοποιείται το κέντρο ελέγχου για «άγνωστο πρόβλημα». Ας πούμε πως είσαι σε διακοπές, μακριά από αρκετές σκοπιές, από σχεδόν καθετί που απαιτεί από εσένα υποχρεωτικό «ρετουσάρισμα». Στην πίτα μεγαλώνει το κομμάτι του «είναι», ενώ ό,τι απομένει είναι σχεδόν ασήμαντο για να ενοχληθείς. Κι όμως, αυτή η ταχεία αλλαγή φάσης εαυτού, προκαλεί τέτοιο σοκ στον οργανισμό, που με την επαναφορά στην προτέρα λειτουργία, μια εγκεφαλική αιμωδία θα είναι αυτή που θα εγγραφεί στο αναμνηστικό.
                Δεν ξέρω και σχεδόν απελπίζομαι, όταν σκέφτομαι πώς καταντήσαμε εμείς οι ίδιοι τον κώδικα λειτουργίας της ύπαρξής μας. Τα πάντα θυμίζουν προσωρινό μπάλωμα μιας χειρότερης κατάστασης, η οποία για να φτιάξει πρέπει να «ξεριζωθεί» σε ακόμη πιο βαθύ, αλλά και ευρύ επίπεδο. Κι όμως, όποιος πίστεψε δυνατά σε κάτι τέτοιο, τάχθηκε ενάντια στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Όμως, αφού η φύση φαίνεται να γνωρίζει κάτι περισσότερο από τον μέσο ανθρώπινο νου, γιατί δείχνει τόσο παράλογη;
                Γιατί η ανθρώπινη φύση έφτιαξε και ακολούθησε πορεία που οδήγησε στην οδυνηρή φθορά; Ο βασικός μου προβληματισμός δεν αναλώνεται στο γιατί δεν πρόλαβα να προσαρμοστώ στο πλησίασμα του ίδιου μου του εαυτού, στο κάτω κάτω της γραφής αυτό μπορεί να είναι και ιδιοσυγκρασιακά προσωπικός αργός τρόπος προσαρμογής σε νέα δεδομένα. Το ερώτημά μου είναι πολύ απλό. Γιατί να απαιτείται αλλαγή του συνόλου του – κατά ανάγκη επικοινωνίας – εαυτού μας; Ο χρόνος για το σώμα είναι μία ευθεία στο επίπεδο. Σήμερα εδώ που κάθομαι, πριν πολύ καιρό στεκόταν κάποιος άλλος. Ο χρόνος περνά, το σώμα φθείρεται, τα πρόσωπα αλλάζουν και τα ληξιαρχεία δουλεύουν. Από την άλλη, έχω και την σκέψη, που μερικές φορές, ίσως και τις περισσότερες όταν δεν έχει απτό αντικείμενο επένδυσης, δίνει στο χρόνο μία επιπλέον διάσταση, χαρίζοντας ένα ακόμη επίπεδο τοποθέτησης στην ευθεία. Τώρα το πώς θα τοποθετήσει ο καθένας μας τα σημεία του πάνω σε αυτά, είναι θέμα τύχης, επιλογής, γνώσης, δυνατοτήτων, ιδιοσυγκρασίας, συνείδησης, και πολλά άλλα. Όμως, το ερώτημά μου παραμένει. Αφού το «μέσα» είναι τόσο τρυφερό, γιατί η φύση αρνείται να το εκθέσει σταδιακά, αλλά σταθερά, προς βελτίωση του ανθρώπου, και από την άλλη, για ποιον λόγο να χάνω τον χρόνο μου – όπως και αν τείνω να τον αντιλαμβάνομαι και να σχετίζομαι μαζί του – προκειμένου να θωρακίσω το όστρακο, διδάσκοντας έμπρακτα την υποκρισία σε ό,τι τρυφερό μπορεί να σταθεί κοντά μου;
                Γιατί, αν θέλω να μην χάσω τον χρόνο του σώματος, οφείλω να δεχτώ ότι θα προσποιούμαι την αποκλειστικότητα της συγκεκριμένης μορφής του, χωρίς να δίνω χώρο και αέρα αρκετό,  στην έκθεση του έτερου τρόπου αντίληψής του. Με απλά λόγια, αν θέλω να μην με «πετάξει» η αγέλη στον γκρεμό, που καταπίνει το «είναι» του κάθε όντος, που μπορεί να βρεθεί κοντά στο χείλος του, θα πρέπει να «φτιάχνω» ψέμματα. Κι έπειτα, αφού συμφωνήσαμε όλοι, ότι και κάποιες στιγμές, τις δικαιούμαστε προκειμένου να ξεμουδιάζουμε λιγάκι από την μονοδιάστατη επιβαλλόμενη ύπαρξή μας, ο παραλογισμός λογικά παύει να υπάρχει.

                Δεν είμαι φιλόσοφος, και αμφιβάλλω για την επάρκεια των απλών συλλογισμών μου, όμως κάπου στην ιστορία και στο χωρικό εύρος του κόσμου που ζούμε, υπάρχουν κενά, γεμισμένα με παραμύθια, δοξασίες, θυσίες, εκφοβισμούς, ακατανόητα περιστατικά και ατέρμονοι κύκλοι, με παρόμοιο κάθε φορά χαρακτήρα. Κάτι δεν πάει καλά εδώ και πολύ καιρό. Η συμφωνία έχει σημεία που γεμίζουν από χειρισμούς ενάντιους στο «είναι» του καθενός μας. Και επαναλαμβάνω, δεν είμαι φιλόσοφος, αργώ στις συνηθισμένες για τον μέσο άνθρωπο προσαρμοστικές διαδικασίες μου, όμως, γνωρίζω πολύ καλά πως όλοι μας είμαστε αναγκασμένοι – αξιωματικά – στην υποκρισία.